дедуктивно - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

дедуктивно - translation to ρωσικά


дедуктивно      
adv.
deductively; дедуктивно равные формулы, interdeducible formulas
дедуктивный      
adj.
deductive
deductive         
  • Argument terminology
METHOD OF REASONING BY WHICH PREMISES UNDERSTOOD TO BE TRUE PRODUCE LOGICALLY CERTAIN CONCLUSIONS
Deductive logic; Deductive; Deductive method; Deductive inference; Deductive argument; Deductive Reason; Deductive Reasoning; Epistematics; Logical deduction; Law of Detachment; Law of Syllogism; Law of detachment; Soundness of deductive reasoning; History of deductive reasoning; Soundness of deductive arguments; Deduction (logic); Deductive arguments; Deductive argumention; Deductive argumentions; Deductive inferences; Deductive validity; Deductively valid; Rule of deduction; Rules of deductions; Theory of deductive reasoning; Theories of deductive reasoning; Definition of deductive reasoning; Definitions of deductive reasoning; Concept of deductive reasoning; Concepts of deductive reasoning; Conception of deductive reasoning; Conceptions of deductive reasoning

[di'dʌktiv]

прилагательное

общая лексика

дедуктивный

придерживающийся дедуктивного метода

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για дедуктивно
1. Берутся факты, и индуктивно или дедуктивно устанавливается некая закономерность.
2. Любое действие записывается - вам необходимо только дедуктивно его проанализировать.
Μετάφραση του &#39дедуктивно&#39 σε Αγγλικά